Ἀγαθίας

Ἀγαθίας
Ἀγαθίᾱς , Ἀγαθίας
masc acc pl
Ἀγαθίᾱς , Ἀγαθίας
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Αγαθίας — (536 – 582 μ.Χ.).Ποιητής και ιστορικός, γνωστός και ως Α. o Σχολαστικός. Γεννήθηκε στη Μύρινα της Αιολίας (Μικρά Ασία), αλλά νωρίς πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου σπούδασε νομικά. Τις σπουδές του συμπλήρωσε στην Αλεξάνδρεια, αλλά άσκησε το… …   Dictionary of Greek

  • АГАФИЙ —    • Άγαθίας,          сын Мемнония, родился ок. 536 г. от Р. X. в Мирине, занимался в Византии юриспруденцией. Сохранилось более 100 написанных им эпиграмм; они составляют часть греческой антологии (см. Anthologia graeca). Пять книг его истории… …   Реальный словарь классических древностей

  • Ἀγαθίης — Ἀγαθίας masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγαθίου — Ἀγαθίας masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Агафий Миринейский — лат. Agathias Scholasticus, греч. Ἀγαθίας Σχολαστικός Дата рождения: 536 год(0536) …   Википедия

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • ανθολογία — Συλλογή κειμένων που αποβλέπει να κάνει γνωστά ποιήματα ή αποσπάσματα πεζογραφημάτων, τα οποία επιλέγονται μέσα από το έργο συγγραφέων αναγνωρισμένης αξίας. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συνήθως στη λογοτεχνία, μπορεί όμως να σημαίνει και μουσικές …   Dictionary of Greek

  • επικερτομώ — ἐπικερτομῶ, έω (Α) 1. χλευάζω, ειρωνεύομαι, περιπαίζω («τὸν δ’ ἐπικερτομέων προσέφης», Ομ. Ιλ.) 2. πειράζω κάποιον, αστειεύομαι με κάποιον 3. επιπλήττω («ἧκεν ἐπικερτομήσων αὐτούς τῆς ἀβουλίας», Αγαθίας) 4. εξαπατώ, ξεγελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ἀγαθίαν — Ἀγαθίᾱν , Ἀγαθίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”